Τα κείμενα της παράστασης



Α΄ ΜΕΡΟΣ: Η ΦΥΓΗ

ΟΙ ΕΥΡΙΠΑΙΟΙ (Μιχάλης Βαβούλας)

Έγινε μπροστά τους κάποτε ένας σταυρός
με δυο θάλασσες και δυο στεριές
κι έτσι σιμώσανε και κουβεντιάζουνε ακατανόητα πράματα.
Αμέτρητοι διαβήκανε στεριά-στεριά
Και θάλασσα με θάλασσα
κι όλοι τους μοιάζουνε βιαστικοί
και στέλνουνε τα μηνύματα με νοήματα.
Όμως όλο και κάτι ξεχνούν
όλο και κάτι πάει στραβά
Κι όλο τους σπρώχνουνε να βιαστούν
και δεν καταλαβαίνονται ποτέ για τα καλά
κι έτσι σκορπάνε παρεξηγημένοι.
Και σηκώνουν σινιάλα τα χέρια τους
και βαράνε τις παλάμες στα γόνατα
δίχως να τα βρούνε μεταξύ τους μια φορά.
Σα δυο θάλασσες που χυμάνε αναρώτητα
Η μια μέσα στην άλλη.
Σα δυο στεριές
π’ αρνήθηκαν να σμίξουν από μόνες τους.

Δημήτρης Διακομόπουλος

Η ΠΟΛΗ (Γιώργος Κεφαλάς)

Θάταν ωραία αν ‘ρχότανε ξανά κειο το βαπόρι
Νέρινη –πίσω- αφήνοντας κορδέλα και αλαφρό
Κι ανάφωτο μεσ’ στη σιγή της νύχτας να επροχώρει
Με μια στην πλώρη του –ανοιχτή- βεντάλια από αφρό.

Η πολιτεία η λίθινη –ορθή οπτασία των φόντων-
τότε, σκυφτή δραπέτισσα στους δρόμους τους σβηστούς,
θάφευγε (αντάμα – ανάβοντας στα χάη των οριζόντων)
τα φώτα της –χρυσές φωτιές- ονείρου εις τους ιστούς.
Γιάννης Σκαρίμπας

ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ  (Γιώργος Ακριώτης )
ΝΑΝΑΙ σαν νάμουν έτοιμος. Και νάναι
Σαν νάχω χάσει το εισιτήριο. Οι κάβοι
Ν’ αφροκοπάν, κι οι αφροί να το κουνάνε
Μεσ’ στους καπνούς του –όρνιο- ένα καράβι.
Κι εγώ να ψάχνουμαι εδωχάμω. Και όλο- όλο
…το … ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ να λέω σύντρόφοι ωραίοι!…
και να μην έρχεται μια βάρκα έως το μώλο
να μην φαινώνται πουθενά οι βαρκαρέοι…
Και χωρίς φώτα. Ακυβέρνητο. Και όλο
Να χλιμιντράει στο χάος. Κι ως θα κλαιω
- κι όλας να ψάχνουμαι, να ψάχνουμαι στο μώλο
και όλο για κείνο το εισιτήριο να λεω…
Οι βαρκαρέοι!… Το εισιτήριο!.. Να τρέμει
- ζαγάρι εντός μου- η Χαλκίδα και τα όρη.
Κι εκεί να τόχουν συνεπάρει οι ανέμοι
Μετέωρο – μες τστις αχλές του- το βαπόρι…
Ω διάολε!… όλα νάχουν χαθεί και νάχουν πάει
Κι οι άνθρωποι δραπετεύσει από τους τόπους
Κι αυτό το πλοίο να τραβάει και να τραβάει
Χωρίς μηχανικούς, χωρίς ανθρώπους…
Και χωρίς φώτα. Ακυβέρνητο. Και όλο
Να χλιμιντράει στο χάος. Κι ως θα κλαιω
- κι όλας να ψάχνουμαι, να ψάχνουμαι στο μώλο
και όλο για κείνο το εισιτήριο να λεω…
Γιάννης Σκαρίμπας

ΓΙΑ ΚΑΦΕ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΙΑΝ ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ  (12-06-05) [απόσπασμα]
(Ρούλα Πουλίανίτου)

Εγώ θα ήθελα να κάθομαι κοντά στα κάγκελα της Γέφυρας. Έστω και αν, κάθε τόσο, έβλεπα χωρίς να θέλω, αυτό το άγαλμα με τις τρύπες, που ούτε κρύο, ούτε ζέστη μου κάνει. Να βλέπω τους ψαράδες με τις ορμιές τους, που κάποιες φορές, καθώς τις ρίχνουν μακριά, στράφτουν σαν ακμές ξυραφιών. Να τους παρατηρώ που, κολλητοί εκεί στα κάγκελα, ελπίζουν σε μια αξιόλογη ψαριά. Ονειρεύονται μια σημαντική ανακοίνωση στην παρέα τους όταν κάθονται για τους καφέδες ή για τα κρασιά που θα κεράσουν. Τόσο πολύ απομακρυσμένος από τον τόπο μου, αισθάνομαι να μου λείπει αυτό το χάζεμα στον Εύριπο, που από χρόνια νωρίτερα, τον τοποθέτησα, (τον Εύριπο, λέω) από του Σκαλτσώρα μέχρι το Κεφαλόσκαλο. Και γιατί όχι, ως το ύψος του Κόκκινου Σπιτιού. Εκεί που τα νεφούρια δείχνουν, πόσο είναι δυνατά και υπολογίσιμα, όταν τα ρεύματα είναι αντίθετα με τον αέρα που φυσάει φρέσκος και ιδιαίτερα όταν είναι μελτέμι. Στα σίδερα ακουμπισμένοι κι αυτί, άλλοι περιπατητές καρφώνουν τη ματιά τους στο ίδιο σημείο του νερού για ώρα. Χαμένοι στη γαλαζομπλέ θάλασσα, επίμονα μουλιάζουν τις σκέψεις τους στα βιαστικά ρεύματα. Πίσω απ’ αυτούς οι τακτικοί πεζοπόροι σε παρέες δύο, τριών, πέντε ατόμων συμπληρώνουν με βήμα ταχύ, ακούραστοι την καθημερινή άσκηση, που τους όρισε ο γιατρός ή αυτοί οι ίδιοι επέβαλαν στον εαυτό τους. Μου είπαν πως ο παραλιακός δρόμος της βοιωτικής ακτής, λέγεται τώρα «Βy Pass Avenue». Αφιερωμένοι στον αγώνα να διανύσουν την καθιερωμένη απόσταση, δεν έχουν περίσσευμα προσοχής και δεν τους αγγίζει το περιβάλλον. Ούτε η θάλασσα, ούτε οι νέοι φοίνικες, οι θάμνοι, ο θαλασσινός αέρας, ούτε οι σειρές των κυμάτων με την άσπρη χαίτη αν φυσάει, ούτε ήχοι του πλήθους ή αν τύχει της μουσικής. Κοιτάζοντας μακριά, περνάνε βιαστικοί, χαιρετούν βιαστικά τους γνωστούς και μετά τρία τέταρτα της ώρας ξαναφαίνονται καθώς επιστρέφουν για να πάνε να ξεκουραστούν στη βάση τους. Στο Κρηπίδωμα., ψηλά, όπου βρίσκεται η έδρα της ανεπίσημης Λέσχης τους.
Κώστας Παππής-Γεωργίου

2.Τραγούδι: «Ιδανικός κι ανάξιος εραστής» (Σπανός-Καββαδίας)
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες

ΠΑΡΑΧΟΡΔΟ ΣΟΝΕΤΟ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ (Κική Παπαδημητρίου)

Γύπας το βαπόρι κατελεί την πόλη
-τη Χαλκίδα- που ‘ναι τώρα πια στραβή,
δράκαινα καρίνα τρώει τ’ αραξοβόλι
κι η σελήνη σβει.

Δε γρικιέται κύμα, μούλιασαν οι μώλοι
κι ούδε τους ταράζει γόβα παλαβή.
Πάνωθε κοάζουν της νυχτός οι θόλοι
βάτραχοι ρεμβοί.

Πάει ο λιμενάρχης με το κανοκιάλι,
άσκημοι κι ωραίοι κι όλος ο ντουνιάς
λύχνοι σκοτεινοί.

Γύπας το βαπόρι, γύπας και φονιάς.
Κι η Χαλκίδα μόνη (δώθε πάν οι άλλοι!)
-στέρνα πια στεγνή.
Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος
3.Ταξίδι στα Κύθηρα (Ελένη Καραΐνδρου)
Άρρωστη καρδιά δε βρίσκει γιατρειά
στη λησμονιά
χάνεται στ' αγιάζι μέσα στο βοριά
στα ξένα μακριά
Κι όλο περιμένει πάλι τη στιγμή
να ξαναρθεί
το καράβι στο λιμάνι θα φανεί
θαλασσινό πουλί στα όνειρά μας.

Σ' άγγιξε ξανά του κόσμου η παγωνιά
κι η ερημιά
πώς να τη γιατρέψεις την παλιά πληγή
βαθιά μες στην ψυχή
Κι όλο περιμένει πάλι τη στιγμή
να ξαναρθεί
το καράβι στο λιμάνι θα φανεί
θαλασσινό πουλί στα όνειρά μας.
ΠΑΡΑΛΙΑΚΟ ΣΠΙΤΙ (Σόνια Ανέστη)

Το σπίτι είναι τμήμα ενός τεράστιου οικοδο-
μήματος. Στηρίζεται στα τέσσερα επισφαλή ση-
μεία του ορίζοντα. Με το πρώτο φύσημα του
ανέμου ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο τραν-
τάζεται δεξιά-αριστερά κι οι ένοικοι σειούνται
ωσάν αμπελόφυλλα τη νύχτα. Τα δωμάτια κολυμπά-
νε στο κενό. Η αλήθεια είναι πως φταίγαμε κι
εμείς που ακολουθήσαμε τη φορά της κλίσης
παίζοντας τον τυφλοπόντικα.

Κάτω ο ευβοϊκός απλώνονταν ωσάν μετάξι.
Σπύρος Κοκκίνης
4.Τραγούδι: «Η φυγή» - Χαΐνηδες

Του ήλιου και της μοίρας τα ρολόγια
θολά και σκουριασμένα απ' τη βροχή
μιας μάνας δεν ακούσανε τα λόγια
και σέρνουν κύκλο πάλι απ' την αρχή.

Η ηδονή που 'ναι γραμμένη με κοντύλι
μες στης ψυχής το πιό βαθύ κιτάπι
μοιάζει με κόρη που συνάντησες το δείλι
στα μάτια την εκοίταξες κι εντράπη

Είσαι πουλί και θέλεις να πετάξεις
και όλο τον ορίζοντα κοιτάς
στην άκρη του γκρεμού αν δεν κοιτάξεις
ποτέ σου δε θα μάθεις να πετάς

Σφίγγεις τα χείλη και φορτώνεις σ' ένα κάρο
στάχυα τα όνειρά σου σε δεμάτια
τη νιότη σκιάχτρο αφήνεις πίσω γιά το χάρο
και ξεκινάς γι' ανεύρετα παλάτια.


ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ (Σόνια Ανέστη)

Τα δωμάτια έκλεισε ο φαύλος αρχιτέκτων σε
σκοτεινούς διαδρόμους. Μόνον άφησε τα μαγι-
κά παραμύθια, τα γεωμετρικά σχήματα (ιδίως
τεθλασμένες) και το στενό πέρασμα της Ιφι-
γένειας εν Αυλίδι να δίνουν μιαν όψη ευ-
χάριστης διαδρομής. Δεν υπάρχει άλλωστε άλ-
λος δρόμος. Βίρα, λοιπόν, να κάνουμε πανιά
ίσως και απολαύσουμε τις αγαπημένες καμπύ-
λες του ευβοϊκού. ΟΙ άλλοι υποθέτουν πως δεν
υπάρχουν φωτεινά μονοπάτια. Όμως το λιγο-
στό φως πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο
και φωτίζει τα πάντα, όπως ένα μωρό που ανοί-
γει τα μάτια του και γελάει στο μητρικό
γάλα.
Σπύρος Κοκκίνης


Β΄ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ


Η ΠΟΛΙ (Γρηγορία Χατζημιχαήλ)

Λοιπόν· θα φύγω άγνωστο για πού. Μ’ ένα καράβι
π’ άξαφνο δίχως πρόγραμμα να πλέει, χωρίς πυξίδα
να το σκουντάν σαν άχερο οι αφρισμένοι κάβοι,
μακρυά απ’ τη γης που αγάπησα. Μακρυά από τη Χαλκίδα.

Τ’ άλλο χινόπωρο μακρυά θα μ’ εύρει· αχ! πού ποιος να ξέρει;
στο αποκλεισμένο Σπίτι μου οι αράχνες θα κεντάνε
τα όνειρά μου – σκέδια φριχτά. Σαν θείο αστέρι
σβυσμένο αλάργα απ’ την καρδιά μου η ζουγραφιά του θάναι.

Κι όλο θα φεύγω! Αλήτισσα στην τρικυμία του κόσμου
θα μ’ αποδιώχνουν οι στεριές μακρυά τους. Τι ειρωνεία!
Κάθε πληγή –καθ’ αίσχος μου- μούμιες θα κλαιν’ εντός μου –
κι εγώ…! Περίγελο άδικο στην πάσα μου αγωνία,

δε θάχω φίλους. Οι άνθρωποι; θα με μισούν κι οι φάροι
θα σβουν για μένα· οι εποχές… δε θάχουν φως –κι οι θόλοι-
Μα. Πόσ’ αργεί! αχ, μη χάθηκε το πλοίο που θα με πάρει,
Μακρυά απ’ τη γης που αγάπησα. Μακρυά από αυτήν την πόλη.
Καλλιόπη Σκαρίμπα


5.Τραγούδι: «Κουπαστή» (Κραουνάκης-Νικολακοπούλου)

Τα μάτια κλείστε
γλυκά ακουμπήστε
στην κουπαστή.
Το χρόνο αφήστε
καινούρια ψέματα
να φανταστεί.
Είναι μια νύχτα
μια τρελή βραδιά
που λάμπουν τ' άστρα
λάμπει κι η καρδιά
και κάπου απέναντι
είναι το νησί
που 'χει κοράλλια
κι η αμμουδιά χρυσή
κι αυτό τ' αγέρι πως
γλιστράει σαν χέλι πώς
και φέρνει σήμερα
μια τέτοια χίμαιρα
ξανά στο φως.
Τα μάτια κλείστε
γλυκά ακουμπήστε στην
κουπαστή.
Το χρόνο αφήστε
καινούρια ψέματα
να φανταστεί
και τι μας νοιάζει πια
αφού η νύχτα πήρε τα κουπιά
τα μάτια κλείστε
και δώστε στ' όνειρο,
τρελά φιλιά.
ΑΡΜΙΔΑ (Κώστας Σταματόπουλος)
Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ’ αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Μήνες τώρα που ‘χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο που να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το ‘χουμε καπνίσει.

Νίκος Καββαδίας
ΜΑΡΑΜΠΟΥ 1 [απόσπασμα] (Γιάννης Αγγέλου)
Το λοιπόν, σ’ όλη μου τη ναυτουριά που γνώρισα, που έζησα μαζί της τόσα χρόνια, οι χτυπημένοι από το χασίς και την κοκαΐνη δεν ήταν μια ντουζίνα, αυτούς που είδα, που αντάμωσα ‘γω. […]
Αξίζει γι’ αυτά τα ρεμάλια να πάρει η μπόρα σαράντα χιλιάδες ναυτεργάτες που είμαστε τότε; Να μας κολλήσει αυτή τη ρετσινιά ένας δικός μας, ένας συνάδελφος;
Μα αλήθεια, αυτός ο χριστιανός όλο με ανθρώπους του χασίς και της ηρωίνης του άρεσε να κουβεντιάζει; Δεν κουβέντιασε καμιά φορά και με κανέναν άλλον; Δεν του είπε ποτέ κανένας ναύτης για το αμπελάκι του και για τις ελιές του – αχ, πότε θα τις κάνει καμιά πενηνταριά να μην αγοράζει λάδι, να ξενοιάσει από το λάδι, το μεγαλύτερο έξοδο της κάθε μέρας για την κατσαρόλα. Και αν σου τύχει κάτι ξαφνικό, όταν είσαι ξέμπαρκος, να μην τρέχεις στον έναν και στον άλλον για εκατό δραχμές δανεικές. Α έχεις ένα τενεκέ λάδι που λέει ο λόγος περισσευόμενο να οικονομηθείς. Ούτε κανείς άλλος για το περιβόλι του με τις λεμονιές και τις μανταρινιές που ανασταίνεται η ψυχή σου από τη μοσχοβολιά τους τον Απρίλη-Μάη που είναι ανθισμένες; Δεν του είπε ποτέ κανένας θερμαστής ότι έχει το παιδί του και δουλεύει σε εργοστάσιο του Πειραιά τζάμπα και τη νύχτα πάει στον «Προμηθέα’ να γίνει μηχανικός, να μην το τρώει το φτυάρι και ο λοστός, όπως τρώει τώρα αυτόν τον ίδιο; Ούτε κανένας γέρος λοστρόμος δεν του μίλησε ποτέ για την κόρη του που είναι ξουράφι στα γράμματα, κάθε χρόνο πρώτη στην τάξη της στο Γυμνάσιο, και έτσι το πήρε απόφαση μ’ όλα τα γεράματα να μείνει ακόμα έξι εφτά χρόνια στη δουλειά, να μπορέσει να γίνει φιλόλογος η κόρη. Να τη δει κοπέλα είκοσι τριών είκοσι τεσσάρων χρονών, καθηγήτρια στο Γυμνάσιο στο χωριό του, και ας πεθάνει ύστερα. Και να μην τον αφήσει ύστερα ο Θεός να χαρεί λίγα χρόνια ξεκούραστα, ανθρωπινά κι αυτός και να την καμαρώνει, πάλι ευχαριστημένος θα φύγει. Φτάνει μόνο να προλάβει να τη βγάλει.
Αυτά για τους τυχερούς, και τους ευτυχισμένους.
Βασίλης Λούλης
6.Τραγούδι: «Αρμίδα», (Μικρούτσικος)
Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ' αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Μήνες τώρα που 'χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο που να πάμε στο Περού,
το φορτίο θα το 'χουμε καπνίσει.

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γερος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
-πού να ξοδευτήκαν τόνοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.

Ξεχασμένο τ' άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.

Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδειά
του Κολόμπου οι πέντε κολασμένοι.

Κι έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει,
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.

KURO SIWO (Κώστας Σταματόπουλος)
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο, Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,  Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.

ΜΑΡΑΜΠΟΥ 2 [απόσπασμα] (Γιάννης Αγγέλου)
Πάει καλά, οι άνθρωποι δεν του είπαν τίποτα, ούτε αυτοί, ούτε ο μόχθος τους και ο ιδρώτας τους, ούτε κι οι ελπίδες τους και τα βάσανά τους, μα ούτε και το θερμαστάδικο τραγούδι; Δεν έφτασε στ’ αυτιά του, είναι πολύ κοντά στο στόκολο η κάμαρά του, το τραγούδι τους; Να φυσάει για καλά Μαΐστρος-Τραμουντάνα και να ‘σαι μέσα στο Μπέι (Βισκαϊκός κόλπος) – δεν είμαστε κάθε μέρα στους τροπικούς, διάολε – και η ζέστη στο στόκολο να είναι πιο γλυκιά κι από κουμιώτικο σύκο, να είναι και το κάρβουνο διαμάντι κι ο θερμαστής να δουλεύει τραγουδώντας, η στίμη λες και πάει τον ανήφορο μοναχή της. Ψυχή μου μεγαλεία για τους γύφτους (θερμαστές) , τώρα βλαστημάμε μεις στην κουβέρτα με το φρέσκο το Μαΐστρο. Άρπαξε τούτη τη θάλασσα στην πλάτη, πάρε κι αυτήν κατάμουτρα. Πότε θα τελειώσει η βάρδια, να πας ν’ αλλάξεις, να φορέσεις στεγνά εσώρουχα να ζεσταθείς; Και αυτά όλα μηδέν εις το πηλίκον; που έλεγε η πρώτη σπιτονοικοκυρά μου.
Μηδέν εις το πηλίκον το τραγούδι, μα και η γαλάζια απεραντοσύνη που τον τύλιγε, οι μέρες οι γαλανές που η θάλασσα είναι χαρτί να γράφεις, και τα δειλινά τα όμορφα που φέρνουν πάντα μια αλλόκοτη γλυκιά λύπη, κάτι σαν νοσταλγία για τα δέντρα και για τα πουλιά και τα λουλούδια και για τους ανθρώπους;Δε βρήκε δυο λόγια να πει για όλα τούτα;Ούτε η μοσχοβολιά που σου έρχεται από τη στεριά στο στενό της Μεσσήνας ούτε οι φωτολουσμένες της ακρογιαλιές και από τις δυο πλευρές, ούτε το Σάντα Μαρία δεν αξίζανε τραγούδι; Μα και το κανάλι του Κιέλου όχι; Πώς το έπαθε αυτό ο τόσο «σέξι» ποιητής μας;Και οι άγριες, οι σκοτεινές, οι φουρτουνιασμένες νύχτες, όταν το φανάρι έπρεπε να ‘χει φανεί από ώρα και φανάρι δε βλέπαμε; Και τα δελφίνια που τρέχουν παίζοντας να παραβγούνε το βαπόρι, τα όμορφα, τα καλά μας δελφίνια, ούτε γι’ αυτά να μη γράψει ένα τραγούδι ο αθεόφοβος; Και τα χελιδονόψαρα στους τροπικούς, που όπως φαίνεται πολύ τους αγαπάει, τα μισά τραγούδια του γι’ αυτούς μιλάνε, που τις σκοτεινές δίχως φεγγάρι νύχτες ξεγελιούνται από τα φώτα και πέφτουνε μέσα στο βαπόρι.
Τόση ομορφιά! Στον ουρανό με τις αστροφεγγιές και τα λειψά και τα γεμάτα τα φεγγάρια, τόση ομορφιά στη θάλασσα και στις στεριές και δεν την είδε;
Βασίλης Λούλης
7. «Kuro siwo» (Μικρούτσικος)
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ιντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.

Περ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σού 'πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μεσ' στο μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;"

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυό μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος πού 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα!.. η λαμαρίνα όλα τα σβήνει!
Μας έσφιξε το
Kuro Siwo σα μιά ζώνη
κ' εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

Γ΄ ΜΕΡΟΣ: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΤΑΞΙΔΙ  (Θωμάς Μυλωνάς)

Απαλός άνεμος άγγιξε το πρόσωπο
σε ρέμβης ώρα, και το είναι μου
διέτρεξε ρίγος ανυπαρξίας.
Τα μάτια μου έκλεισαν για να κρατήσουν
τη στιγμή, ενώ ο άνεμος, πτυχωτός,
έκοβε τις τελευταίες γήινες εξαρτήσεις μου.
Η αυλαία σηκώθηκε προς κόσμους άλλους,
τυλιγμένος την αχλύ του πρωινού, όπου
δεν υπάρχουν σύνορα και ορίζοντες,
αλλ’ ένα φως πλανιέται ανάμεσα
σε άυλα σχήματα και υποψίες όγκων,
με ράθυμη ροή μαγείας περιδινούμενης…

Το πώς εγύρισα στον κόσμο των αισθητών
δεν ξέρω. Λίγα έχω στη θύμιση: ότι
ξαφνικά οι ίσως όγκοι βράχοι έγιναν,
σκοτεινοί, με σχήματα τρόμου. Και ότι
διακόπτοντας τη μεταμόρφωση του τοπίου,
από μυστικά μονοπάτια πέρασα γρήγορα
στη ζωή, τα μάτια μου ανοίγοντας.
Άθως Δημουλάς

8.Τραγούδι: «Σεβάχ ο θαλασσινός» (Λοΐζος-Παπαδόπουλος)

Στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι
γαλέρες έρχονται και πάνε
ρεσάλτα κάνουνε οι μούτσοι
κι οι πειρατές μεθοκοπάνε
στο καπηλειό το λιμανίσιο

Θάλασσα πικροθάλασσα
γιατί να σ' αγαπήσω

Σαρακηνοί και Βενετσιάνοι
πιάνουν και δένουν στο κατάρτι
ελόγου μου τον καπετάν Γιάννη
το παλληκάρι τον αντάρτη
τον άντρακλα τον πελαγίσιο

Θάλασσα πικροθάλασσα
γιατί να σ' αγαπήσω

Κι εκεί στου μακελειού την άψη
δαγκώνω τα σχοινιά τα λύνω
και μα τον άγιο Κωνσταντίνο
όλους τους ρίχνω μες στη χάψη
δεμένους με τα χέρια πίσω

Θάλασσα πικροθάλασσα
πώς να μην σ' αγαπήσω;


ΝΑ ΠΟΥ ΓΥΡΙΖΩ (Δέσποινα Νικολάου)

Να που γυρίζω κι επιστρέφω και είμαι
κάτω από τις μακρινές λεύκες της πατρίδας –
τις τούφες την ακίνητη φλύαρη ομιλία
- πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν
πουλάκια είναι κι ας λένε –
στο που όσο το κοιτάζεις τόσο νοστιμίζει
αμετακίνητο εκειεδώ λυκόφως-λυκαυγές.
Ανθή Λεούση

9.Τραγούδι: «Υλαγιαλή» (Περίδης-Τριανταφυλλόπουλος)

Γλυκό μ' αστέρι του Βοριά,
τώρα που σβήνουνε τα φώτα,
πάρε μακριά μου τη βαριά σκιά,
και δωσ' μου ρότα...

Υλαγιαλή, υλαγιαλή, υλαγιαλή,
μέσα στη νύχτα με πηγαίνουν οι ανέμοι,
κι όπου και πατήσω και σταθώ σαν το πουλί,
τρέμει η καρδούλα μου και το φτερό μου τρέμει...

Άβυσσος άγρυπνη που πάντα με καλεί,
και σέρνει εκεί, σέρνει εκεί πέρα την ψυχή μου,
Υλαγιαλή, υλαγιαλή,
λάμψε καλή σαν αστραπή χρυσού και ασήμου...

Υλαγιαλή, υλαγιαλή, υλαγιαλή,
μέσα στη νύχτα με πηγαίνουν οι ανέμοι,
κι όπου και πατήσω και σταθώ σαν το πουλί,
τρέμει η καρδούλα μου και το φτερό μου τρέμει...

Υλαγιαλή, υλαγιαλή, υλαγιαλή,
μέσα στη νύχτα με πηγαίνουν οι ανέμοι,
κι όπου και πατήσω και σταθώ σαν το πουλί,
τρέμει η καρδούλα μου και το φτερό μου τρέμει...


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΩΝ 6 2 (Γιώργος Κεφαλάς- Γρηγορία Χατζημιχαήλ)

Τράξηξα σιγά-σιγά έως το πορτάκι. Σαν μπλου πινελιές ανισόρροπου έμοιαζε η βροντοθάλασσα κάτω. Αφρίλες ο γιαλός δώθες έβραζε. Και τρεις μπογιές καταπράσινες, λες από αναποδογυρισμένο βαζάκι, φτιάχναν μιαν (τις οίδε τι, κατά φρένα της, έχουσαν) –κυπαρισσιών- συμμορία. Και δίπλα τους (συνέχεια ζωγραφιάς) ένας παλιοντενεκές σκουπιδιών. Αυτός παρίστανε οικίαν! Ούτε στέγη ούτε δυο σπαζοπαράθυρα τούλειπαν!
Φτάσαντας ώθησα αλαφρούλια και μπήκα. Στάθηκα -όπως μούπε- μεσόπορτα. Ένας μαργαριτών γαλαξίας κατάκλυζε την αυλή, άκρη σ’ άκρη. Απ’ το πορτάκι έως τη σκάλα της κρυφτό στρατί φιδοσένονταν, σαν καμιά ουρά χωρίς τον σκύλο. Σιωπία θα πει σσσσσουτ;

Έτριξ’ ένα τζάμι κι αυτή έσκυψε. Σσσσουτ!... μούγνεψε με το δάχτυλο στα χείλη της. Αποκεί, μισογερτή στο παραθύρι της, τι ωραία που ξαναμούγνεψε και πήγα!... Μου χούφτωσε τα λοϊδιά, καθώς μου πέταξε και το «πομπέ» όξ’ απ’ τη μάντρα… Ω!… ω!... κάτι παιδιά –όξω- ακουστήκανε, αρχίσαντας κιόλα τρελλό ένα κλωτσοσκούφι!... Σαν την Ιουδήθ εκεί έμοιασε με τα μαλλιά μου στη φούχτα της. «Έλα μέσα!» μου κάνει. Πάτησα ζερβά και δρασκέλισα τα μοναδικά δυο σκαλάκια… Θες να ήταν τα’ όντι η Ιουδήθ κι εγώ ο Ολοφέρνης; Βρεεεε…, κάνω, τ’ όνειρο!...
«Αποδώ ρε μπαγάσα, κλώτσα το!...» ακούονταν στο δρόμο όξω οι μούλοι… «Πάρτους “νοκ-άουτ” ρε μάπα!» γκάριξε, στη διαπασών του, ένας άλλος.


Μα αντίς αυτό (=να με αποκεφάλιζε) κρεμάστηκε στον λαιμό μου η Σιωπία… «Χρυσέ μου!..., μου κάνει, η αγάπη σου σ’ έσωσε!... Αν δεν απ’ το τραίνο κατέβαινες θα τράβαες τώρα προς τον αιώνιο χαμό σου. Το τραίνο δεν οπισθοβατικώς μόνο πήγαινε, αλλά και οπισθοβατικώς μεσ’ στον χρόνο.»
-!!!...
-Σήμερα έχουμε 2 Απρι…
-Μα στο τραίνο ένας μου είπε Ιουλίου 14-ρις.
-Για κείνη τη στιγμή σωστά σου είπε. Το μέτρημα έβαινε «κατηφορικώς» εκειμέσα. Δηλαδή πάει ανάποδα.
-Ώστε σωστά κι ο πιτσιρίκος μέτραε από το 5,4,3… έως το μηδέν;
-Ή Δεκέμβριος, Νοέμβριος, Οκτ…
-Σιωπία, τ’ είν’ αυτά; Θα με τρελ…
-Έχουμε λοιπόν σήμερα 8 Απριλίου, αφαιρου…
-Ώστε σωστά μου είπε και ο κοντρολέρ των εισ…
-…μένων των 13 ημερών του Γρηγορ…
-Βρε!.. βρε!.. Τα ίδια ακριβώς μούλ…
-…ιανού Ημερολ…
-…εγε ο τραγικός αυτός άνθρωπος; Ως προς την ακριβή ώρα της αφίξεως μου είπε: «Τρέχα πιάστην!»…
-…όγιου. Σε κάθε 5 λεπτά της ώρας οπισθοβαίναμε και από ‘ναν χρόνο ο καθένας μας. Η διαδρομή έως τα’ Αντρέικα είναι ακριβώς ώρες τρεις. Ήτοι λεπτά όλα 180. Αν διαιρέσουμε το 180 : 5 έχουμε τον αριθμό 36 – ακριβώς όσα χρόνια είχες γίνει νεώτερος, όταν σαλτάρισες, στ’ Αντρέικα.
Αχ! Τι έλεγε!... Οι κόρες των ματιών της –κρεμάμενης- ήταν σαν, πια, να είχαν πολύ ψηλά πάει δυο ήλιοι. Και τ’ ακτινωτά κεια της τσίνουρα μοιάζαν σαν ζώνη ασφαλείας… «Γκλολ!... γκολ!...» όξω γκάριζαν. Το «πομπέ» πέρ’ απ’ τη μάντρα διάγραφε κομψότατα κάτι τόξα – τ’ αψήλου…
…Τα κουκιά μετρημένα: Γεννήθηκες το 1892, Απριλίου 8. Προσθετουμένων -τώρα- των 13 ημερών του νέου Ημερολογίου = 8 + 13 = 21. Τι χρονολογία έχουμε σήμερα;
-Κατά μένα 21 Απριλίου 1954.
-Έστω. Λοιπόν έχουμε και λέμε: Έτος γεννήσεώς σου 1892. Μέχρι σήμερα, 1954 = χρόνια ακριβώς 62. Τόσων ήσουν το πρωί όταν μπήκες στο τραίνο. Σύμφωνοι;
-Σύμφωνοι.
-Οπισθοβάτημά σου σ’ αυτό: 1954 – 1892 χρόνια λιγώτερα ακριβώς 36. Αφαιρουμένων αυτών των 36 από τα πρωινά 62 σου – υπόλοιπο χρόνια ακριβώς 26 και ακριβώς όσων χρονών είσαι τώρα.
-Είμαι τώρα 26;
-Ακριβώς!...
Και μ΄έστριψε προς έναν ολόσωμο καθρέφτη: «Να ιδές εκεί!»
Κι είδα. Μπρος στο είδωλό μου αναπήδησα!...
… «Από 62 έφτασες δω 26. Σε λίγο θα ξαναγινόσουν 8 και σε λιγάκι ακόμα 5! Απέ, θα μπουσούλαες!... Τα είδες τα νήπια εκείνα όπου διάβηκαν όξω στο αντρέ μπουσουλόντας; Πριν λίγο ήσαν άντρες!... Ο γερο-παπάς ξανάχε γίνει εκεί ιεροδιάκονος και ο χωριάτης εκεί παιδαρέλι. Εκείνο το με το «πομπέ» παιδί πλάι σου ήταν Ακαδημαϊκός πριν δυο ώρες! Τούρχονταν πριν μάλλον στενό στο κεφάλι του… Τι σούρθε σένα και τα’ άρπαξες;
-Ωχ καϋμένη, λέω μεσ’ στη βια μου… Πώς δεν άρπαξα του ιεροσπουδ…
Και σκέφτηκα τι θα γίνονταν όξω… Σε κακά τώρα χάλια εκείνο το «πομπέ» μου σαλτάριζε από κλώτσο σε κλώτσο. Αααάχ αχρόνιαγο!.. ακούγονταν και μια μάνα απ’ τα’ απόξω: Άντε ρε να πας το νταβά ρε στο φούρνο ρέεεεε…
-«Δεν πάου σου λέοοου!»
-Σώθηκες, χρυσέ μου – θα χάνουσαν!...
-Καλά… αμ’ οι άλλοι;
-Ωωωωω!... αυτοί πάνε… Σπεύδουν, χρυσέ μου, για τα’ άπατα της των Αιώνων Συντέλειας! Τραβάνε προς τη μαύρη τους μοίρα, με σύξυλους τραίνο, σιδηροδρομικούς και εισιτήρια… Θα εκτροχιαστούν μαζί κατακόρυφα, όξω απ’ τη «διάσταση» του χρόνου. Ίσια, μεσ’ στην ανυπαρξία, βουτιά αυτό το τραίνο θα κάμει. Πίσω θα πάει απ’ την ηλικία της Γης κι από τη γέννηση των άστρων… Επέκεινα της Ανατολής των ωρών!... Επέκεινα των ορίων του κόσμου!... Εκεί δεν έχει ιχνογραφηθεί ακόμα ο Ήλιος, δεν έχει καν σχηματιστεί ούτε το χάος! Η πρώτη της Δημιουργίας Ημέρα –εκεί- δεν έχει ακόμα ουδ’ αρχίσει… Μόνο Πνεύμα Θεού επιφέρεται εν τούτω τω ερέβει… Δεν είδες τον μηχανοδηγό – ένα νήπιο;
-Τον είδα
-Δεν «τρόμπαιρνε» στη διαπασών το «τρομπόνι» του;
-Το τρόμπαιρνε.
-Ε, αυτός, με τα βαγόνια όλα μπρος και την οπισθομηχανή τελευταία, θα τους αποδώσει τις συνθανάτιες τιμές, τρομπαίρνοντας σαν κανά –που σφάζουν- μοσχάρι. Η εν Ραμά φωνή της Ραχήλ δεν θάκαμε σαν αυτουνού το «τρομπόνι»: Ταραράμ-πραμ-πραμ! Κουκου-ρίκουουου!...
-Κι εμείς;
-Ωωωω… εμείς – τι χαρά!... Εμείς φτου κι απ’ τα’ αρχής!... Θα ξαναγαπηθούμε… θα ξαναπαντρευτούμε… θα ξανακάνουμε δυο παιδιά και μια κόρη… Και συνέχεια αγγόνια… Θα ξαναγίνουμε συ παππούς – γιαγιά εγώ…
-Και θα ξαναγίνω εγώ Διευθυντής;
-Ναι. Κι όταν στα δεν ξέρω πόσα άλλα χρόνια πολλά (και μούκλεισε πονηρά το ‘να μάτι της…) θα ξαναταξιδέψουμε με καμμιά πάλι αμαξοστοιχία των 6 2 , που θάναι – κι αυτή- η τελευταία…
-Γιατί τα δρομολόγια θάλλαζαν… Διόλου δεν θα ξεχάσουμε να κατέβουμε στ’ Αντρέικα!...
Και μ’ έσφιξε… μ’ έσφιξε… μ’ έσφιξε… που παραλίγο εγώ θάσκαζα…

Γιάννης Σκαρίμπας


ΙΣΑΛΟΙ ΠΛΟΕΣ [απόσπασμα] (Βάσω Λευκούδη off)
Εκεί στ’ ανοιχτά να μείνεις για πάντα με σβηστή μηχανή και τα κουπιά σηκωμένα, στη διάθεση των σκόρπιων ανέμων, μ’ όλη τη θάλασσα χώρα σου και την κάθε ακτή λιμάνι σου. Όπου και ν’ αράξεις. Τ’ άστρα που φύτρωσαν να κοιτάς τη μια και την άλλη τα φώτα της πόλης κι ύστερα να σφαλάς τα μάτια και να ονειρεύεσαι κρεμνώντας το χρόνο στις νύχτιες πνοές που σαλεύουν την κόμη σου.
Δημήτρης Διακομόπουλος

10.Τραγούδι: «Το ταξίδι»(Νίκος Γκάτσος -Μάνος, Χατζιδάκις)

Τρέχω πετάω κυνηγάω πουλιά και όνειρα,
και κάθε μέρα κολυμπάω σε πιο βαθιά νερά
Θέλω τον κόσμο να αγκαλιάσω με ένα ζεστό φιλί,
και από τη δύση μου να φτάσω ως την ανατολή.

Μα είναι φίδι το ταξίδι
είναι χολή μαζί και ξύδι,
σε ένα μεγάλο αγκάθινο σταυρό
όμως εγώ δεν κάνω πίσω
ούτε τον δρόμο μου θ' αφήσω,
ώσπου λιμάνι σίγουρο να βρω.

Θέλω τον κόσμο να αγκαλιάσω με ένα ζεστό φιλί,
και από τη δύση μου να φτάσω ως την ανατολή.

Τρέχω,πετάω,χαιρετάω τα πιο τρελά παιδιά
Και κάθε πέτρα που πατάω ανοίγει σαν καρδιά
Δείχτε μου δρόμο να περάσω με ήλιο με βροχή,
Θέλω τον κόσμο ν' αγκαλιάσω και πάλι απ' την αρχή.

Μα είναι φίδι το ταξίδι
είναι χολή μαζί και ξύδι,
σε ένα μεγάλο αγκάθινο σταυρό
όμως εγώ δεν κάνω πίσω
ούτε τον δρόμο μου θ' αφήσω,
ώσπου λιμάνι σίγουρο να βρω.

Δείχτε μου δρόμο να περάσω με ήλιο με βροχή,
Θέλω τον κόσμο να διαβάσω και πάλι απ' την αρχή